- προστερατεύομαι
- προστερᾰτεύομαι,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προστερατεύομαι — MA τερατολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τερατεύομαι «τερατολογώ» (< τέρας, ατος)] … Dictionary of Greek
προστερατευσάμενοι — προστερατεύομαι aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστερατεύεται — προστερατεύομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστερατεύονται — προστερατεύομαι pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)