προστερατεύομαι

προστερατεύομαι
προστερᾰτεύομαι,
A = ἐπιτερατεύομαι, Ph.2.189, Dam.Isid.88.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προστερατεύομαι — MA τερατολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τερατεύομαι «τερατολογώ» (< τέρας, ατος)] …   Dictionary of Greek

  • προστερατευσάμενοι — προστερατεύομαι aor part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστερατεύεται — προστερατεύομαι pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστερατεύονται — προστερατεύομαι pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”